Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
πάρεργο
- απόδοση: απασχόληση δευτερεύουσας ή επουσιώδους σημασίας
- γένη: το
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
έχει την απασχόληση του ασφαλιστή ως λ για την επαύξηση του μηνιαίου εισοδήματος