Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
ζιγκολό
- απόδοση: άρρεν που συνάπτει ερωτικές σχέσεις έναντι αμοιβής
- γένη: το
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
η ευτραφέστατη κυρία της διπλανής πόρτας εθεάθη εις εστιατόριον της μοδός τη συνοδεία λ εκπάγλου καλλονής