Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
εταίρος
- απόδοση: μέλος εταιρείας ιδρύματος ή ενώσεως / βαθμός στην ιεραρχία των Τεκτόνων / εκ των εφίππων ακολούθων του βασιλιά της Μακεδονίας
- γένη: ο
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
συμμετέχει στο εταιρικό σχήμα ως αφανής λ