Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
εταιριζόμενος
- συγγενές: πορνευόμενος
- γένη: -ος -η -ο
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
είμαι πεπεισμένος πως πρόκειται δια κρυφίως εταιριζόμενη γυνή