Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
αντίδοτο
- απόδοση: ουσία προσφερόμενη για την εξουδετέρωση φαρμάκου ή δηλητηρίου / κάθε τι που εξουδετερώνει δυσάρεστη κατάσταση
- γένη: το
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’