Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
εσχαρεύς
- απόδοση: ο χρησιμοποιούμενος από το πλήρωμα πλοίου ως μάγειρας
- γένη: ο
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
τα νεανικά χρόνια απασχολήθηκε ως λ σε εμπορικά πλοία