Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
διάχυτος
- απόδοση: ο διασκορπισμένος προς κάθε κατεύθυνση / αναφερόμενοι σε κατάσταση που αφορά πλήθος ανθρώπων
- γένη: -ος -η -ο
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’