Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
αλώνι
- απόδοση: επίπεδος κυκλικός χώρος κατά το επικρατέστερο προοριζόμενος για αλώνισμα σιτηρών
- γένη: το
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
στο κτήμα του παππού διατηρείται ακέραιο ένα αλώνι εποχής