Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
χόβολη
- απόδοση: στάχτη που διατηρεί θερμοκρασία προκαλούμενη από μικρότατα κάρβουνα
- γένη: η
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
λαχταρώ έναν ελληνικό καφέ αργοψημένο στην χόβολη