Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
θεμελιωμένος
- απόδοση: ο με συγκροτημένη την βάση / ο αιτιολογημένος με επιχειρήματα / ο στηριζόμενος λογικά
- γένη: -ος -η -ο
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’