Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
επιτετραμμένος
- απόδοση: διπλωματικός εκπρόσωπος που αντικαθιστά τον πρεσβευτή όταν απουσιάζει / που εκπληρώνει καθήκοντα πρεσβευτή όταν οι σχέσεις δύο κρατών δεν απαιτούν ανώτερο βαθμό
- γένη: ο
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
διετέλεσε λ της Ρωσικής Πρεσβείας στα Αραβικά Εμιράτα
λ με τη διαπαιδαγώγηση του ανεψιού