Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
πληρεξούσιο
- απόδοση: έγγραφο με το οποίο παρέχεται η εξουσία σε πληρεξούσιο πρόσωπο να ενεργεί για λογαριασμό άλλου
- γένη: το
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’