Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
διαιώνιση
- απόδοση: το επακόλουθο αποτέλεσμα του διαιωνίζω / η διατήρηση βιολογικού είδους / η διατήρηση σε ισχύ ή δια μέσου της μνήμης γεγονότων & καταστάσεων / η παράταση εκκρεμοτήτων για αδικαιολόγητο χρονικό διάστημα
- γένη: η
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’