Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
στιλβωτής
- απόδοση: αυτός που στιλβώνει & ειδικότερα που γυαλίζει υποδήματα / μειωτικός χαρακτηρισμός για άτομο που εκφράζει δουλοπρέπεια
- συγγενές: λούστρος
- γένη: ο
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
διαδραματίζει ρόλο στιλβωτή υποδημάτων του προέδρου της εταιρείας