Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
διακεκομμένος
- απόδοση: ο μη συνεχής / αναφερόμενοι σε διακοπές χρόνου ή τόπου / που παρουσιάζει διαλλείματα ή κενά
- γένη: -ος -η -ο
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’