Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
εκλεκτικός
- απόδοση: αυτός που με αυστηρότητα αναζητεί το καλύτερο & όχι απλώς το καλό / που αφορά μέρος συνόλου & όχι το όλον αυτού
- γένη: -ός -ή -ό
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
στις μουσικές προτιμήσεις υπήρξε ιδιαίτερα εκλεκτικός