Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
βραχυπρόθεσμος
- απόδοση: που διαρκεί σύντομο χρονικό διάστημα / που λήγει κατόπιν περιορισμένου χρονικού διαστήματος
- αντίθετο: μακροπρόθεσμος
- γένη: -ος -η -ο
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’