Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
συνεργάτης
- απόδοση: που συνεργάζεται με άλλον ή άλλους σε κοινωνική εργασιακή ή οικονομική δραστηριότητα καθώς & για την επίτευξη ενός σκοπού
- γένη: ο
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
προσελήφθηκε ως μόνιμος > έκτακτος > εξωτερικός λ