Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
ημιαυτόματος
- απόδοση: αναφερόμενοι σε μηχανικό δημιούργημα που λειτουργεί εν μέρει αυτόματα & εν μέρει κατόπιν εξωτερικής ενέργειας
- γένη: -ος -η -ο
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’