Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
συντηρητής
- απόδοση: ειδικός τεχνίτης στην συντήρηση αντικειμένων έργων τέχνης ή μηχανών
- γένη: ο
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
αναφέρομαι στον πλέον ικανό συντηρητή έργων τέχνης
πρόκειται για τον αρχαιότερο συντηρητή παλαιών βιβλίων