Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
πάροικος
- απόδοση: ο μόνιμα εγκατεστημένος σε χώρα άλλη από αυτή της καταγωγής του όπου ζει στερούμενος πολιτικών δικαιωμάτων
- γένη: ο
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’