Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
τελετάρχης
- απόδοση: που έχει την ευθύνη για την οργάνωση εορταστικής εκδηλώσεως ή τελετής
- γένη: ο
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
την επαύριον της νεκρώσιμης ακολουθίας η οικογένεια του θανόντος ευχαρίστησε θερμά τον τελετάρχη για την άψογη τελετή