Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
πεμπτουσία
- απόδοση: το ουσιωδέστερο από τα περιέχοντα / το ουσιωδέστερο εκ των συστατικών
- γένη: η
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
το προαναφερθέν υπήρξε η πεμπτουσία της πολιτικής θεωρίας του