Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
συγκυβερνήτης
- απόδοση: αυτός που με άλλον ή άλλους κυβερνά κάτι ιδίως κρατική οντότητα
- γένη: ο
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
ανέλαβε καθήκοντα συγκυβερνήτη αεροσκάφους σε αεροπορική εταιρεία