Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
βολεμένος
- απόδοση: αυτός που έχει αποδεχθεί καταστάσεις για τις oποίες δεν αντιδρά διότι αποκομίζει οφέλη / ο συμβιβασμένος
- γένη: ο
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’