Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
διακονία - 2
- απόδοση: η προσφερόμενη υπηρεσία σε συνάνθρωπο στα πλαίσια του χριστιανικού καθήκοντος / έργο συντελούμενο με ανιδιοτέλεια & πλήρη αφοσίωση
- γένη: η
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
αφιέρωσε την ζωή του στην διακονία της ιατρικής επιστήμης