Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
εγνωσμένος
- απόδοση: για πρόσωπο με διαπιστωμένη ιδιότητα / ο αναγνωρισμένος
- γένη: -ος -η -ο
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
υπήρξε πολιτικός εγνωσμένων εθνικών αντιλήψεων