Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
αλαφροΐσκιωτος
- απόδοση: που κοιμάται ελαφρά επανερχόμενος με ευκολία σε εγρήγορση / που βλέπει ξωτικά & φαντάσματα
- γένη: -ος -η -ο
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’