Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
αναπομπή
- απόδοση: η ενέργεια & το επακόλουθο αποτέλεσμα του αναπέμπω / άρνηση επικύρωσης αποφάσεως ή διατάγματος & επιστροφή για αναθεώρηση
- γένη: η
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
προσφάτως προέκυψε αναπομπή νόμου από την Προεδρία της Δημοκρατίας & επιστροφή αυτού στην Βουλή για αναθεώρηση