Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
ανεμούριον
- απόδοση: στενόμακρος σάκος ανοικτός στα άκρα ο οποίος προσαρμοζόμενος σε ιστίο δείχνει την διεύθυνση του ανέμου
- γένη: το
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’