Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
κατανάλωση
- απόδοση: η χρησιμοποίηση πράγματος για την άμεση ή μακροχρόνια ικανοποίηση των αναγκών μου με αποτέλεσμα την εξαφάνιση ή την αχρήστευση αυτού / η διάθεση χρόνου πράγματος ή ενεργείας για την υλοποίηση σκοπού / αναφερόμενοι σε μηχανισμό που χρησιμοποιεί κάποιο υλικό για να λειτουργήσει ή να παραγάγει
- γένη: η
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’