Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
διπλωματικός
- απόδοση: ο αναφερόμενος στη διπλωματία ή στους διπλωμάτες
- γένη: -ός -ή -ό
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
αποσύρθηκε προσφάτως από το διπλωματικό σώμα
άριστος γνώστης της διπλωματικής γλώσσας
εδόθη διπλωματική απάντηση
επικαλέσθηκε διπλωματική ασυλία
μετακινήθηκε στο εξωτερικό με διπλωματικό διαβατήριο
μετέφερε προσωπικά είδη με τον διπλωματικό σάκο
τα έγγραφα μετακινήθηκαν κρυφίως με κατεύθυνση το Βερολίνο με διπλωματικό σάκο
μετέχει σε διπλωματική αποστολή
οι δηλώσεις της κυβέρνησης προκάλεσαν διπλωματικό επεισόδιο
οι χώρες εγκαινίασαν διπλωματικές σχέσεις
παρουσίασε λαμπρή διπλωματική καριέρα
πρόκειται για "μάστορα" των διπλωματικών ελιγμών
πρόκειται για διπλωματική ασθένεια
το θέμα θα ρυθμισθεί δια της διπλωματικής οδού
το νέο ακούσθηκε σε διπλωματικούς κύκλους