Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
χρεωμένος
- απόδοση: που έχει εγγραφή χρέος στο όνομά του / ο υποχρεωμένος για άμεση ή σταδιακή εξόφληση χρηματικού ποσού / που τον βαρύνει υποθήκευση / που έχει καταστεί υπεύθυνος για την φύλαξη αντικειμένων / ο θεωρούμενος υπεύθυνος για κάτι
- γένη: -ος -η -ο
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’