Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
αξιακός
- απόδοση: που εμπεριέχει σημασία σπουδαιότητα / που τον χαρακτηρίζει σύνολο θετικών ιδιοτήτων
- γένη: -ός -ή -ό
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’