Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
διευθυντικός
- απόδοση: που έχει σχέση με τον διευθυντή ή με την διεύθυνση
- γένη: -ός -ή -ό
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
κατέχει από ετών την διευθυντική θέση του Αστεροσκοπείου Αθηνών
μετέχει ως γραμματέας σε διευθυντικό σχήμα οργανισμού