Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
εκφοβιστικός
- απόδοση: που συμβαίνει για να προκαλέσει συναισθήματα φόβου / που γίνεται για εκφοβισμό
- γένη: -ός -ή -ό
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’