Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
διευθυντής
- απόδοση: που είναι υπεύθυνος για τη λειτουργία οργανωμένου συνόλου
- γένη: ο
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
ανέλαβε καθήκοντα διευθυντή ορχήστρας της ΕΡΤ
διετέλεσε επί δεκαετία λ σωφρονιστικού καταστήματος στην Αχαΐα
εκτελεί χρέη διευθυντή δημοσίων σχέσεων του οργανισμού
σε επώνυμη πολυεθνική εταιρεία εκτελούσε καθήκοντα διευθυντή προσωπικού