Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
γραφείο
- απόδοση: τραπέζι επί του οποίου εκτελείται γραφική εργασία / χώρος ή επαγγελματική στέγη που προορίζεται για πνευματική εργασία / υπηρεσία δημόσια ή ιδιωτική διεκπεραίωσης υποθέσεων / τα πρόσωπα που απασχολούνται σε ένα γραφείο
- γένη: το
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
αδυνατώ να λείψω από την εργασία μου σε ώρες γραφείου
απασχολείται ως γραμματέας σε Δικηγορικό λ
έχει ως πάρεργο την απασχόληση σε λ μεταφορών
προκειμένου να εκποιήσει ακίνητο συμβουλεύθηκε μεσιτικό λ
τα περαιτέρω του αναπάντεχου συμβάντος ανέλαβε λ κηδειών > τελετών
υπηρέτησε τη θητεία του στο Δεύτερο λ του Στρατού