Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
γραμματοκομιστής
- απόδοση: πρόσωπο που μεταφέρει γράμμα παραδίδοντας αυτό προσωπικά στον παραλήπτη
- συγγενές: ταχυδρόμος
- γένη: ο
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
εκτελούσε καθήκοντα γραμματοκομιστή στα ΕΛΤΑ από νέος έως που θεμελίωσε συνταξιοδοτικό δικαίωμα