Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
αναμορφωτής
- απόδοση: αυτός που με την διδασκαλία ή το έργο του αναμόρφωσε κάτι επηρεάζοντας αποφασιστικά το κοινωνικό σύνολο της εποχής του
- γένη: ο
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’