Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
κρατικοδίαιτος
- απόδοση: μειωτικός χαρακτηρισμός για άτομο ή δραστηριότητα που απολαμβάνει την χρηματοδότηση του Δημοσίου / αναφερόμενοι σε άτομο με τα έξοδά του καλυπτόμενα από τον δημόσιο τομέα
- γένη: -ος -η -ο
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’