Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
άσπλαχνος
- απόδοση: ο αδιάφορος στον ανθρώπινο πόνο / που δεν εκδηλώνει συμπόνια σε πάσχοντα συνάνθρωπο
- γένη: -ος -η -ο
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’