Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
ασφαλιστικός
- απόδοση: που αναφέρεται στην ασφάλιση / που παρέχει ασφάλιση
- γένη: -ός -ή -ό
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
απασχολείται σε συνοικιακό ασφαλιστικό πρακτορείο
ασκεί το επάγγελμα του ασφαλιστικού πράκτορα
διαμαρτυρήθηκε στον ασφαλιστικό φορέα
διαφώνησαν επί της συντάξεως του ασφαλιστικού συμβολαίου
η αρχαιότερη ασφαλιστική εταιρεία