Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
στεγανός
- απόδοση: ο μη διαπερατός από υγρά ή αέρια / αναφερόμενοι στον απόλυτο χωρισμό τμημάτων της ανθρώπινης δραστηριότητας
- γένη: -ός -ή -ό
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’