Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
απεσταλμένος
- απόδοση: ο εκπρόσωπος / ο αντιπρόσωπος κάποιου / αυτός που στέλνεται κάπου με αντικείμενο την διεκπεραίωση αποστολής / αναφερόμενοι σε δημοσιογράφο που στέλνεται κάπου για την δημοσιογραφική κάλυψη γεγονότος
- γένη: ο
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’