Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
περίβλεπτος
- απόδοση: που λόγω θέσεως τον βλέπουν από παντού / ο επιφανής / ο έξοχος / που τον θαυμάζουν όλοι
- γένη: -ος -η -ο
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’