Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
επιρροή
- απόδοση: η ισχύς & το κύρος στα πλαίσια ομάδος / η εξουσία / η κυριαρχία / η επικυριαρχία επί κοινωνικού συνόλου / η ικανότητα επίδρασης & διαμόρφωσης σε ψυχικό ή πνευματικό επίπεδο / η επίδραση στην διαμόρφωση αποφάσεων που αφορούν άτομο ή κοινωνικό σύνολο
- γένη: η
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’