Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
τραγικός
- απόδοση: ο σχετιζόμενος με την τραγωδία / που έχει όλα εκείνα τα στοιχεία της τραγωδίας / ο εξαιρετικά δυσάρεστος που προκαλεί οίκτο & λύπη / για χρονική περίοδο κατά την οποία συμβαίνουν τραγικές καταστάσεις / για πρόσωπο με χείριστη την ψυχική κατάσταση / για άτομο του οποίου η δυστυχία συγκλονίζει / για κάτι που είναι αίτιο συμφοράς
- γένη: -ός -ή -ό
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’