Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
μολυσματικός
- απόδοση: ο μεταδιδόμενος από άτομο σε άτομο μέσω μόλυνσης / που προκαλεί ή διευκολύνει μολυσματική νόσο
- γένη: -ός -ή -ό
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’