Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
αγροτικός
- απόδοση: ο σχετιζόμενος με την πρωτογενή παραγωγή & κυρίως με την γεωργία
- γένη: -ός -ή -ό
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
από νέος ασκεί αγροτικό επάγγελμα
διάσπαρτη με αγροτικούς οικισμούς η επαρχία αυτή
εκποίησε το μηχανουργείο που διατηρούσε από τον πατέρα του προσανατολιζόμενος σε αγροτικές ασχολίες
η φορολόγηση του αγροτικού πληθυσμού γίνεται με χαλαρά κριτήρια
συν τοις άλλοις διαθέτει & αγροτικό αυτοκίνητο τύπου τζιπ
τα λαμβανόμενα μέτρα στηρίζουν την αγροτική οικονομία